ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΓΕΥΜΑ

 

Η βία της εξουσίας

 

Σάββας Πατσαλίδης

 

Στο Γεύμα της Λείας Βιτάλη (Κρατικό Βραβείο Θεατρικού Έργου, 1998), πρωταγωνιστούν έξι αστοί 35ρηδες, παιδιά της μεταπολίτευσης. Παρέα σχετικά ομοιόμορφη ως προς τα ενδιαφέροντα, τη συμπεριφορά, την παιδεία και τις φιλοδοξίες. Βασική ενασχόληση το χρηματιστήριο, η αγορά, οι μπίζνες, ο πλουτισμός, το κουτσομπολιό. Τους συναντούμε γύρω από ένα τραπέζι σε σπίτι φιλικό. Γιορτάζουν την επέτειο των γάμων της Λένας και του Παύλου. Ένας σερβιτόρος ολοκληρώνει το τελετουργικό της προετοιμασίας, προσκομίζοντας τα αναγκαία «αξεσουάρ» στο επιτελεστικό φαγοπότι. Επιλεγμένο κρασί, γκουρμέ εδέσματα. Όλα «ασορτί» με την τάξη στην οποία όλοι διακαώς προσπαθούν να ανήκουν και επιμόνως προβάλλουν.

Οι πρώτες κουβέντες, σκόρπιες, βιαστικές, χωρίς ειρμό. Ένα συνονθύλευμα από πληροφορίες, θραύσματα, χωρίς αρχή μέση και τέλος. Κανένας δεν ακούει τον άλλο. Ο καθένας κουβαλά στην  παρέα τα δικά του ενδιαφέροντα που διόλου ενδιαφέροντα είναι. Ανούσια και ενίοτε αυτάρεσκα σχόλια για το φαγητό και τα διάφορα «in» στέκια της πόλης που διακόπτονται συχνά από τις επίμονες αναφορές ενός εξ αυτών, του Αντώνη, σε ένα βιασμό που σχολίασαν οι ειδήσεις στην τηλεόραση. Ουδείς όμως φαίνεται να κόπτεται. Η είδηση αφήνει τους συνδαιτημόνες αδιάφορους. Και όταν κάποιοι, για λόγους τυπικής ευγένειας, δείχνουν να ενδιαφέρονται  τα σχόλια απαξιώνουν τη σοβαρότητα του θέματος Ενδεικτικά και τα παρακάτω λόγια του Παύλου: «Eίδατε την αναπαράσταση, φαντάζομαι. Aκόμη τέτοια κοροϊδιλίκια δείχνουνε. Πώς να του σηκωθεί του ανθρώπου με την μπατσίνα για να κάνει τη δουλειά του σωστά».

Περίπου σε αυτό  το σημείο μπαίνει στο έργο και η ενδιαφέρουσα προβληματική γύρω από τις βασικές έννοιες που ορίζουν το θέατρο και την πραγματικότητα. Η Λεία Βιτάλη με δεξιοτεχνία και ευφυείς ελιγμούς στήνει ένα έξοχα πλεγμένο (και μπλεγμένο)  γαϊτανάκι δράσεων και αντιδράσεων ανάμεσα στο πρόσωπο και το προσωπείο, το «εδώ και τώρα» της παράστασης και το «εκεί και τότε» της μυθιστορίας/αναπαράστασης, την αλήθεια και το ψέμα, το ζωντανό και το διαμεσολαβημένο, προκειμένου να υπογραμμίσει την απόλυτη σύγχυση:   Πού αρχίζει το ένα και πού τελειώνει το άλλο;

Η συγγραφέας μιλά τη γλώσσα των καιρών. Πρωταγωνιστής στο έργο της είναι το κρέας, είτε αυτό είναι το κρέας που τεμαχίζουν και καταβροχθίζουν στο τραπέζι οι συνδαιτημόνες είτε  το ανθρώπινο  κρέας που κακοποιεί ο βιαστής. Η Βιτάλη, χωρίς να κραυγάζει και να ηθικολογεί, μετατρέπει σε αποκρουστικό (υπερ)θέαμα μια τελετουργική ανθρωποφαγία/ανθρωποθυσία, με ηδονοβλεψίες θεατές εν θεάτρω και θεατές στην πλατεία. Ουδείς αθώος, ουδείς αμέτοχος, φαίνεται να λέει. Όλοι είναι παρόντες (και με τον τρόπο τους απόντες) στην αναπαράσταση της βίας που δεν είναι διόλου αναπαράσταση. Οπότε και τα εύλογα ερωτήματα:  Ήταν ή δεν ήταν βιασμός;  Τα ‘θελε ή δεν τα ‘θελε; Τα προκάλεσε ή όχι; Σε ποιον ανήκει η «αλήθεια»;  Στο θέατρο; Στις τηλεοπτικές ειδήσεις; Στην αφήγηση; Σε όλους; Ή μήπως δεν υπάρχει καμιά αλήθεια και απλώς κατασκευάζεται κατά το δοκούν και κατά πώς βολεύει; Φλέγοντα ερωτήματα, αλλά πού χρόνος για στοχασμό και σοβαρή συζήτηση; Οι συνδαιτημόνες περί άλλων τυρβάζουν. Απορροφημένοι στην ηδονή της κρεατοφαγίας και της επίδειξης,  ελάχιστα δείχνουν να νοιάζονται ή και όταν νοιάζονται είναι απαξιωτικοί, όπως ο Παύλος («Πολύ ασχοληθήκαμε μ’ αυτό. Άλλο. Άλλο θέμα. Aκούσατε για τις συγχωνεύσεις στην Iαπωνία; Tογιότα και Nτοτζ!....») ή ο Βασίλης («Aν δεν μπορείς να τον αποφύγεις απολαυσέ τον…»). Η Άννα μπορεί να απαντά  λέγοντάς του ειρωνικά «Kάτι σαν μάθημα, δηλαδή. Nα μάθει άλλη φορά να μην είναι γυναίκα»), όμως ποιος της δίνει σημασία! Είναι ξεκάθαρος και απόλυτος ο Παύλος:  «Tο διαπραγματεύεσαι. Eίσαι όμορφη, έχεις αυτό που θέλω. Έχω λεφτά, έχω αυτό που θέλεις. Eίναι θέμα δύναμης».

«Δύναμη», λοιπόν, αυτό ακριβώς βάζει στον πυρήνα του έργου της η συγγραφέας: ποιος έχει τη δύναμη στις έμφυλες σχέσεις και πώς την ασκεί; Και με έναν καλοδουλεμένο μπρεχτικό ελιγμό περνά στην αποδόμηση του οικείου. Η τηλεοπτική διαμεσολάβηση που αφορούσε την αρχική είδηση του βιασμού τώρα παραχωρεί τη θέση της στην αμεσότητα της εμπειρίας, η οποία μετατρέπει τους ηθοποιούς σε θύτες και θύματα της ιστορίας που αφηγούνται. Αφηγητές και ήρωες στο ίδιο συμβάν.

Με γοργές πινελιές, κοφτό και επικοινωνιακό λόγο,  η συγγραφέας ανα-συνθέτει, με όρους έκτακτα θεατρικούς, το μωσαϊκό του βιασμού-φόνου αρχίζοντας με το σώμα της Άννας-θύματος. Τη βάζει να σηκώσει τη φούστα, να μεγαλώσει το ντεκολτέ, με δυο λόγια να «κατασκευάσει», μέσα από μια διαδικασία πρόβας,  το αντικείμενο του αντρικού πόθου. Και μόλις ολοκληρώσει τη διαμόρφωση του gestus, αφήνει να ξετυλιχτεί το ωμό  παιχνίδι εξουσίας, όπου πια η βίαιη υλικότητα της παράστασης υπερκεράζει το «σαν βιασμός» της αναπαράστασης. Γίνεται αληθινή. Καταλύονται τα όρια που διασφαλίζουν τη θεατρικότητα.

Όπως τα δουλικά του Ζενέ, έτσι και εδώ ο βιαστής μετατρέπει το προσωπείο του σε πραγματικό πρόσωπο. Η θεατρική μεταφορά γίνεται κυριολεξία. Τα λόγια του Βασίλη, του επίδοξου βιαστή, είναι πολύ αποκαλυπτικά: «Mπορώ. Eίμαι αυτός!  […]. Kαι φοβάσαι. Γιατί το ξέρεις ότι είμαι αυτός. Θέλει δύναμη για να ‘σαι δυνατός. Έχασες». Για να απαντήσει η Άννα: «Όχι! Δεν είσαι. Aνθρωπάκι! Pουφάς αίμα για να ζήσεις…».

Αλήθειες έρχονται και φεύγουν και δεν αγγίζουν τους «παίκτες» της αναπαράστασης.  Ο Παύλος-θεατής-ηδονοβλεψίας επικροτεί τη σκηνή του βιασμού, εκστασιάζεται: «Aυτό είναι. Aυτό είναι! Mπήξ’ τον δυνατά! Πιο δυνατά! (Έχει σηκωθεί και επευφημεί όπως στο γήπεδο)  Mπράβο αγόρι μου». Κι όταν κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ότι η αναπαράσταση του βιασμού δεν ήταν καθόλου αναπαράσταση, απευθυνόμενος στον Βασίλη του λέει ότι είναι «άρρωστος», κάτι που ουδόλως πτοεί τον Βασίλη, ο οποίος έχει έτοιμη την απάντηση-κλισέ: «Tα 'θελε, σου λέω […]. Όλο αντιστεκόταν. Γιατί αντιστεκόταν; […]. Δύναμη δεν είναι αυτό που φαίνεται. Δύναμη είναι ν’ αντέχεις».

Όλοι είναι ένοχοι σε τούτο το έργο. Τα λόγια της Λένας λίγο πριν από την αυλαία είναι σαφή, καθώς στέκεται αμήχανη δίπλα στο νεκρό σώμα της Άννας.  «Γιατί δεν το νιώθω; Γιατί δε νιώθω φρίκη; Nιώθει κανείς φρίκη;...»

Η Βιτάλη, πολλά χρόνια πριν από την εμφάνιση του #metoo, γράφει για ένα θέμα που σήμερα είναι πρωτοσέλιδο. Τι είναι σώμα; Σε ποιον ανήκει αυτό το σώμα; Τι είναι άντρας; Τι είναι γυναίκα; Τι είναι έρωτας και τι βία; Καταφεύγοντας στις δυνατότητες που προσφέρει η πολυσημία του θεατρικού μέσου, βάζει στο επίκεντρο ένα «γεύμα», το οποίο «εμπλουτίζει» και με έναν βιασμό, ο οποίος μεταφορικά και κυριολεκτικά μετατρέπεται και αυτός σε  μια μορφή γεύματος στο τραπέζι του ισχυρού. Με εύστοχες δραματουργικές επιλογές συνθέτει και αποσυνθέτει δράσεις και αντιδράσεις, αποδομεί καρέ-καρέ το οικείο προκειμένου να μας αποκαλύψει πόσο ανοίκειο και άρρωστο είναι. «Κατασκευάζει» το πορτραίτο του δυνάμει βιαστή, του δίνει τα λόγια και την κίνηση που τον χαρακτηρίζουν και εν συνεχεία τον οδηγεί να δράσει επάνω σε ένα σώμα που δεν του ανήκει όμως το διεκδικεί με τη βία. Κοινώς και λαϊκώς: έτσι «γουστάρει».

Το Γεύμα είναι ένα έργο «μεταμοντέρνου ρεαλισμού», ένα in yer face theatre (στα μούτρα σου θέατρο) που αντιμετωπίζει μετωπικά και με καθαρότητα σκέψης τις έμφυλες σχέσεις, τη βία της εξουσίας, χωρίς να κραυγάζει, χωρίς να διδάσκει αλλά και χωρίς να αμβλύνει τις αιχμηρές επιφάνειες των δρωμένων. Όλα τα αφήνει σε πλήρη θέα. Ο λόγος της ρυθμικός, καθημερινός και ρέων, ακουμπά πιο πολύ στα ρήματα και τα ουσιαστικά, αντλώντας από αυτά την ενέργεια,  τη δυναμική και επικοινωνιακή αμεσότητά τους. Με σημασίες και η επιλογή του ανοικτού τέλους. Είναι σαν να μας λέει η  συγγραφέας πως η δουλειά της τελειώνει με τη δραματοποίηση/έκθεση των γεγονότων και με τα ερωτήματα που αυτά εγείρουν. Από κει και πέρα ο καθένας από μας, αναγνώστης ή θεατής, καλείται να δώσει  το δικό του τέλος και να αναλογιστεί τις δικές του ευθύνες.

 



Ευχαριστούμε θερμά τον θεατρικό κριτικό, θεατρολόγο και ποιητή Κωνσταντίνο Μπούρα για την εμπεριστατωμένη, με κοινωνιολογικές προεκτάσεις κριτική του για το «ΓΕΥΜΑ». (Παίζεται αύριο Δευτέρα και μεθαύριο Τρίτη). Διαβάστε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα της κριτικής:

 « (…) Η Λεία Βιτάλη στο «Γεύμα» ανατέμνει τον ψυχοπαθολογικό «λιπώδη ιστό» στο συκώτι της νεοελληνικής κοινωνίας των νεοπλούτων. (…)

Σκληρό έργο, στα όρια της ωμότητος, από την οποία το σώζει η κριτική κοινωνιολογική ματιά της διακεκριμένης συγγραφέως Λείας Βιτάλη, η οποία καινοτομεί στο μεταπολιτευτικό νεοελληνικό θέατρο γιατί συνεχίζει την πολιτική αλληγορία και συμβολική ορισμένων εμβληματικών θεατρικών συγγραφέων της περίφημης γενιάς του 1970. (…) Τα όρια της σοβαρότητας και της εξαχρείωσης, το ερωτικό παιχνίδι ως άθλημα και ως αρένα, οι βιαστές ως χούλιγκανς, οι τρομοκρατημένοι ως τρομοκράτες, οι εκφοβισθέντες ως εκφοβιστές. (…)»

«(…) Εξαιρετικοί διάλογοι, αριστοτεχνική ανέλιξη της πλοκής, σκηνικός ρυθμός που κορυφώνει την δραματική ένταση σε ηχηρή σιωπή πριν την τελική κραυγή της καταληκτικής δήλωσης όπου μία παθητική θεατής αναλαμβάνει επιτέλους τις ευθύνες της συνενοχής της. (…)»

«Εξαιρετικό έργο με υπέροχους ηθοποιούς που εκτελούν την «χορογραφία» που φιλοτέχνησε ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπίτος με εξαίρετη δεξιοσύνη.»

«(…)Η επιτήδευση και η εκλέπτυνση ενός ιδιότυπου στυλιζαρίσματος ενέτεινε την θεατρική σύμβαση κι επέτεινε τον χαρακτήρα τού παιχνιδιού που ήθελεως φαίνεταινα προσδώσει σε αυτή την ερμηνεία τού εξαιρετικού αυτού κειμένου ο σκηνοθέτης. Διαφορετικά, ο επί σκηνής βιασμός θα ήταν περισσότερο πειστικός κι ουχί καταφανώς σχηματικός όπως ήτανε.

Παλιές καλές μέρες τού Θεάτρου Τέχνης με τον Κουν καπνίζοντα κι ανησυχούντα όσο δίδασκε τούς νέους ηθοποιούς θύμιζε η συγκεκριμένη παράσταση. Και κάπου εκεί το πνεύμα τού Λευτέρη Βογιατζή επαγρυπνούσε με το ανικανοποίητο των μοιραίων, ακραίων, τελειοθήρων κι αυτόχρημα αυτοκαταστροφικών άνισων ανθρώπων

Πολύ καλή δουλειά. Μην την χάσετε!!!»

 (Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων/Λευτέρης Βογιατζής.)

ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΜΠΟΎΡΑΣ.

(grafei.wordpress.com , 13/4/2022)

 


« “Το γεύμα”, της Λείας Βιτάλη, είναι ένα αξιοζήλευτο θεατρικό σύγγραμμα, με θέμα τη βία και τις εκφάνσεις της και ιδιαίτερα τη βία απέναντι στη γυναίκα που φτάνει μέχρι και το θάνατο. (…) Η ωμότητα των σκηνών και ο στυγνός ρεαλισμός αναβαθμίζει το έργο από υπαρξιακό δράμα, σε ψυχολογικό θρίλερ.
(…) Η θεατρική συγγραφέας Λεία Βιτάλη, καταξιωμένη στο χώρο της συγγραφής, με αυτό το συγκλονιστικό πόνημα, που αφορά στην αναπαράσταση ενός βιασμού, βοηθά στην απογείωση της θεατρικής παράστασης. Μιλάμε για ένα κείμενο «βόμβα» για τα φανερά και τα αφανέρωτα στα στεγανά της κάθε κοινωνίας, κάθε εποχής, κάθε κουλτούρας. Και αυτό έχει τη μοναδική του αξία, καθώς αγγίζει την έκρυθμη συμπεριφορά και την «καταπιεσμένη» ψυχοσύνθεση του ατόμου σε οποιονδήποτε χρόνο. (…)»
«(…) Ο Δημήτρης Μπίτος υπογράφει τη γεωμετρία ενός εγχειρήματος εν δυνάμει τολμηρού και προκλητικού παράλληλα. Η σκηνοθετική γραμμή επιχείρησε με συνέπεια να αποδώσει τον πυρήνα του προβληματισμού σε τόσο σημαντικά ζητήματα, όπως ο σαδισμός και η βιαιοπραγία, καθώς ακουμπάει όλο το φάσμα της ανθρώπινης διάθεσης και των κάθε λογής αδιέξοδων σε ένα κόσμο ανελέητο, χωρίς όρια. (…) Φάνηκε πεντακάθαρα η υποστήριξη του ρεαλιστικού στοιχείου, από το σκηνοθέτη, όπως επίσης και η ουσία της εξέλιξης της πλοκής και η κορύφωση των πολύμορφων νοηματικών κωδίκων. (…)»
« “Το γεύμα” , είναι ένα από τη φύση του σκληροτράχηλο θεατρικό πόνημα, απαιτητικό, με ιδιαιτερότητες, αφού οι χαρακτήρες, φλερτάρουν με κάθε τι παράτυπο τούς εξιτάρει την απληστία για το χρήμα, το γόητρο και την εξουσία, αλλά και με κάθε τι το παράνομο που προσφέρει ηδονή.
Η διανομή των ηθοποιών καλή, χωρίς κάποια ερμηνεία να ξεχωρίζει από τις άλλες.(…)»
« (…) Η Νέλλη Σφακιανάκη επιμελήθηκε ορθώς τα καίρια σκηνικά που υποδηλώνουν την υπόκωφη ατμόσφαιρα και τα ενδεικτικά κοστούμια, συμπληρώνοντας τη γενική φορτισμένη εικόνα. Ο Νύσος Βασιλόπουλος σχεδίασε τους υποδειγματικούς φωτισμούς που τονίζουν τις λεπτομέρειες και τους συμβολισμούς. Το έργο παρουσιάζει η ομάδα ΑΣΙΠΚΑ.
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί Αθανασοπούλου Θεοδώρα – Έλλη, Δαλαμάγκας Κωνσταντίνος, Καστανιάς Δημήτρης, Κριτσάκης Θανάσης, Μιχαηλίδου Ελένη και Πολυχρόνη Άλκηστις.»
(Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων/Λευτέρης Βογιατζής)

ΖΩΗ ΤΟΛΗ (Enetpress.gr , 13/4/2022)



πό τον Κωνσταντίνο Πλατή

Αρχικά να πούμε ότι το timing της παράστασης δεν είναι σωστό. Σκέψου να προέρχεσαι από νηστεία και πνευματική κατάνυξη, κατόπιν ακόρεστη κρεατοφαγία μέχρι τελικής πτώσης και ενώ θα ήθελες κάτι χαλαρό, μια κωμωδία, ίσως, με εύπεπτα κοινωνικά σχόλια, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με αυτό που προσπαθείς να αποφύγεις με κάθε τρόπο στην καθημερινότητα σου.

Εντάξει, δεν είναι και δύσκολο, θα μου πεις, να γράψει κάποιος, τώρα, ένα έργο με βιασμό και πόλεμο, σιγά την έμπνευση! Ναι, αλλά η Λεία Βιτάλη το έγραψε πριν το 1998 που ανέβηκε πρώτη φορά στη “Θεατρική Σκηνή” του Αντώνη Αντωνίου. Το λες και κληρονομικό χάρισμα. Εκείνη, βέβαια προφασίζεται ότι, τότε, αφορμή ήταν η εργασία της σε διαφημιστική εταιρία και το εργασιακό περιβάλλον που την ενέπνευσαν. Τα συμπεράσματα δικά σας.

Προσπερνώντας αυτές τις μικρές λεπτομέρειες και καθώς η παράσταση αρχίζει, το κοινό παρατηρεί το τραπέζι στο κέντρο της σκηνής στρωμένο με αληθινό φαγητό και μια σύναξη συναδέλφων που ξεκινάει με τους καλύτερους οιωνούς. Καλά πήγε κι αυτό.

Και μετά από λίγο το κοινό παύει να είναι κοινό. Γίνεται συμμέτοχο και συνένοχο στη δράση και κάποιοι θεατές δεν το αντέχουν και αποχωρούν. Στη Φωκίωνος, πιο δίπλα, έχει ωραιότατα εστιατόρια και μπαρ να συζητήσουν για όποιο βιασμό θέλετε, ήταν ανάγκη να τον δουν μπροστά τους;

Ο ρυθμός είναι καταιγιστικός και αυτό πιστώνεται στο σκηνοθέτη Δημήτρη Μπίτο που καθοδήγησε νέους ηθοποιούς σε εξαιρετικά ώριμες και ρεαλιστικές ερμηνείες μέχρι λιποθυμίας. Ειδικά η Πολυχρόνη Άλκηστις και ο Θανάσης Κριτσάκης με τις κορυφώσεις και τις εναλλαγές των ρόλων τους προΐστανται του εξαιρετικού συνόλου (Αθανασοπούλου Θεοδώρα-Έλλη, Δαλαμάγκας Κωνσταντίνος, Καστανιάς Δημήτρης, Μιχαηλίδου Ελένη).

Οι φωτισμοί (Νύσος Βασιλόπουλος ) λειτουργούν καίρια στο ρεαλισμό των σκηνών και σε αυτό συνηγορούν άρτια η σκηνογραφία και τα κουστούμια (Νέλλη Σφακιανάκη) της παράστασης.

Συμπερασματικά, αν θέλετε και αντέχετε να δείτε πως πρέπει να μιλάει ένας καλλιτέχνης μέσα από την τέχνη του για βιασμούς και γυναικοκτονίες είναι η καλύτερη επιλογή. Αν πάλι δεν το σηκώνει ο οργανισμός σας έχει και η τηλεόραση ωραιότατη εύπεπτη σειρά για όλη την οικογένεια.


https://www.theatromania.gr/kritiki-gia-tin-parastasi-to-gevma/?fbclid=IwAR1eOAcOFy-adnhNCw7O5Jwkioz6FVvcoIX6LQ9Dm-me7n8mfKmWYYe4_9M


• «Το γεύμα» της Λείας Βιτάλη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μπίτου. Ένα έργο, γραμμένο το 1996, βραβευμένο, και πρωτοποριακό για την εποχή του, αφού εστιάζει στην εποχή του Χρηματιστηρίου, στους νεόπλουτους απαίδευτους και κυνικούς που διαμόρφωσε, στη σκληρότητα και την αδιαφορία για κάθε είδους κανόνα, αλλά κυρίως για την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια. Ένα κείμενο που διέκρινε εγκαίρως συμπεριφορές, αντιδράσεις και απόψεις που έχουν γίνει πια «διαταξικές», ανοίγοντας την πόρτα σε βίαιες και τοξικές συμπεριφορές, με συχνότατα θύματα τις γυναίκες. Σ’ ένα εύπορο νεόπλουτο σπίτι συγκεντρώνονται τρία ζευγάρια. Δοκιμάζουν ακριβά κρασιά, γκουρμπέ γεύσεις και θέλουν να δοκιμάσουν και την αναπαράσταση ενός βιασμού που απασχολούσε τότε τα ΜΜΕ. Γιατί έτσι. Και τα πράγματα παίρνουν έναν απίστευτο, σκληρό και βίαιο δρόμο… Μια παράσταση που επέλεξε τον ωμό ρεαλιστικό δρόμο για να αναδείξει τη βαναυσότητα, τη βιαιότητα, την αδιαφορία του κειμένου. Ο Δημήτρης Μπίτος είχε στη διάθεσή του μια ομάδα νέων ή πρωτοεμφανιζόμενων ηθοποιών (Ελλη-Θεοδώρα Αθανασοπούλου, Κωνσταντίνος Δαλαμάγκας, Δημήτρης Καστανιάς, Θανάσης Κριτσάκης, Ελένη Μιχαηλίδου και Άλκηστις Πολυχρόνη), με τις τρεις γυναικείες ερμηνείες να έχουν μεγαλύτερη εσωτερικότητα. Στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9μ.μ.

Tης Όλγας Σελλά


"...Το ΓΕΥΜΑ της Λείας Βιτάλη (κρατικό βραβείο θεατρικού έργου 1998) είναι τόσο δυνατό και τολμηρό που τίποτα δεν μπορεί να του ξεφύγει, καμία παθογένεια της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας... "
"...Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπίτος ακολούθησε την ευθεία γραμμή του κειμένου που φτάνει πολύ βαθιά στην ανθρώπινη φύση και μας έδωσε μια όμορφη παράσταση. Οι έξι ηθοποιοί τα δίνουν όλα στη σκηνή και αξίζει να τους παρακολουθήσετε, αξίζει να δείτε πώς κατοικεί η βία μέσα μας."

Του Αλέξανδρου Στεργιόπουλου


«Το "Γεύμα" της Λείας Βιτάλη είναι ένα έργο-σοκ, που γράφτηκε το 1998 εστιάζοντας στην ανερχόμενη τότε νεόπλουτη τάξη των εταιρικών στελεχών, αλλά αφορά πια το σύνολο της κοινωνίας. Η συγγραφέας σχολιάζει με αξιοσημείωτη προοικονομία την κοινωνική αποκτήνωση μπροστά στην έμφυλη βία, και το φαινόμενο του victim blaming: μια παρέα τριών ζευγαριών αποφασίζει την αναπαράσταση ενός βιασμού, προκειμένου να εξερευνήσουν την αλήθεια ή μη ενός συμβάντος που κυριαρχεί στην επικαιρότητα, και τα αποτελέσματα θα είναι τραγικά. Το ανεβάζει σε μία εξίσου νευρώδη παράσταση ο Δημήτρης Μπίτος με μια νέα ομάδα ηθοποιών: Θεοδώρα-Έλλη Αθανασοπούλου, Κωνσταντίνος Δαλαμάγκας, Δημήτρης Καστανιάς, Θανάσης Κριτσάκης, Ελένη Μιχαηλίδου, Άλκηστις Πολυχρόνη (Θέατρο της Οδού Κυκλάδων).»

Της Τόνιας Καράογλου



"Επιστροφή στο Θέατρο! Το εξαιρετικό «Γεύμα» της Λείας Βιτάλη με την υπέροχη και δυναμική σκηνοθεσία του Δημήτρη Μπίτου.
Η συγγραφέας αργά αργά ανοίγει το λαμπερό κουτί τού δείπνου πολυτελείας και από μέσα πετάγεται το ελατήριο της κρατημένης βίας που μας σαρώνει! Λόγος σκληρός, καταστάσεις ακραίες, αθυρόστομες εκρήξεις, αλληλοπροσβολές, αποκτήνωση! Το κείμενο της Λείας Βιτάλη έρχεται σε μια ευτυχή σύμπλευση με τη σκηνοθετική τελειότητα του Δημήτρη Μπίτου που φτιάχνει μια καταπληκτική παράσταση, πολύ δουλεμένη, πολύ δεμένη και στις παραμικρές λεπτομέρειες –τόσο στις στιγμές ηρεμίας όσο και στις κορυφώσεις των εντάσεων. Ο ίδιος επιμελείται μουσικά τη δουλειά του με επιλογές που δένουν και αυτές άψογα στην παράσταση.
Οι έξι ηθοποιοί, παιδιά τής νέας γενιάς του Θεάτρου –που δεν κατεβαίνουν από την τηλεοπτική βιτρίνα της πιασάρικης δημοφιλίας για να μας γοητευόσουν πριν καν μπούμε στο θέατρο– δίνουν εξαιρετικές ερμηνείες και αξίζει να τα θυμόμαστε με τα ονόματά τους: Θεοδώρα-Έλλη Αθανασοπούλου, Κωνσταντίνος Δαλαμάγκας, Δημήτρης Καστανιάς, Θανάσης Κριτσάκης, Ελένη Μιχαηλίδου, Άλκηστις Πολυχρόνη. Όλοι αναπαριστούν μια αρρωστημένη κατάσταση που πλέον είναι τόσο συχνή και τόσο δεδομένη που δεν προκαλεί φρίκη. Είναι αυτό ακριβώς που αναρωτιέται, όχι μόνο μία φορά, η οικοδέσποινα της βραδιάς μετά τον βιασμό και τον φόνο: «Γιατί δεν νιώθω φρίκη;»".

Του Διονύση Βραϊμάκη



Tο Γεύμα» της Λείας Βιτάλη στρέφεται γύρω από ένα γεύμα στο οποίο μετέχει μια ετερόκλητη συντροφιά προσώπων της νεοσύστατης ευκαιριακής και δύσοσμης κοινωνικής κρούστας που έχει σχηματιστεί, καλύπτοντας την επιφάνεια του ελληνικού, και όχι μόνο, κοινωνικού τοπίου. Των γιάπηδων ή golden boys ή χρυσοκάνθαρων, όπως ευρηματικά τους έλεγε ο 19ος αιώνας. Μιλάμε βέβαια για τον σημερινό χωρίς κανόνες νεοφιλελεύθερο χρηματιστηριακό καπιταλισμό και τη σαρκοβόρο ζούγκλα της ελεύθερης αγοράς. Μια ζούγκλα που στελεχώνεται από μεταλλαγμένα πρόσωπα κάθε ταξικής προέλευσης, αλλά αναδύεται από τον κοινωνικό βυθό, καθώς ο υπόκοσμος έχει ανέλθει πια στον αφρό.

Η συζήτηση μεταξύ των συνδαιτυμόνων, που κυμαίνεται από την πορεία του χρηματιστηρίου μέχρι τα δικαιώματα των γυναικών, επικεντρώνεται στο τέλος σε έναν πρόσφατο πραγματικό βιασμό που είχε συνταράξει την κοινή γνώμη και που η τηλεόραση αναπαρέστησε ρεαλιστικά, χρησιμοποιώντας ηθοποιούς στους ρόλους θύτη - θύματος. Το πράγμα καταλήγει σε ένα στοίχημα ανάμεσα στον φαλλοκράτη της παρέας και στη συνειδητοποιημένη γυναίκα. Το στοίχημα συνίσταται στην επί τόπου αναπαράσταση ενός βιασμού, για να διαπιστωθεί το βάσιμο ή όχι του επιχειρήματος των φαλλοκρατών, ότι η γυναίκα - θύμα ενός βιασμού πάντα προκαλεί τον θύτη επειδή «τα θέλει». Κάτι όμως δεν πηγαίνει καλά και η αναπαράσταση καταλήγει μοιραία στον πραγματικό βιασμό και φόνο της γυναίκας.

Πρόκειται για ένα σκεπτόμενο έργο - αποδεικτικό σωρείτη που καταλήγει σε μια προδιαγεγραμμένη από τον συγγραφέα θέση και συγχρόνως για ένα θεατρικό παίγνιο ανοιχτό σε κάθε εκδοχή. Αυτή η διπλότητα είναι και το κύριο πλεονέκτημά του, πέρα από τα επικαιρικά στοιχεία που το καθιστούν αμφίδρομα ελκυστικό. Έχω όμως να παρατηρήσω ότι δεν προχωρεί ώς το φυσικό του τέλος, δεν εξαντλεί τη δυναμική του. Το γεύμα του έργου είναι ανθρωποφαγικό, μιλάει με τρόπο ωμό για ένα επερχόμενο δριμύ μέλλον ανθρωποφαγίας που τελειούται, σύμφωνα με τη φύση του, με ομαδική ανθρωποφαγία και με τον διασπαραγμό του θύματος.

Η συγγραφέας δεν έκανε, νομίζω, αυτό το αποφασιστικό βήμα προς ένα θέατρο απόλυτης σκληρότητας που καθαρίζει τα αιμοσταγή τοπία. Ο «ρεαλισμός» του «Γεύματος» είναι λογοτεχνική επεξεργασία, η ωμοφαγία τελείται εδώ σε επίπεδο πιο πολύ συμβολικό μιας μυθιστορηματικής γραφής δύο διαστάσεων που δεν θεατροποιείται. Επειδή τέτοια «νούμερα» δεν τελειώνουν με ένα τηλεφώνημα μιας «συζύγου» στην αστυνομία.

Ο σκηνοθέτης, Δημήτρης Μπίτος, στο «Θέατρο της Οδού Κυκλάδων» έμεινε ίσως, νομίζω, λίγο περισσότερο στο γράμμα του έργου και στο «ρεαλιστικό» δεδομένο των βιασμών και της γυναικοκτονίας. Αγνόησε το αληθινό στοιχείο (άλλο ρεαλισμός, άλλο αλήθεια) της πάνδημης βίας, τόνισε το επικαιρικό και α-τόνισε το α-θέατο, πίσω από την εικόνα. Το έργο από μόνο του είναι ένας γεωμετρικός εφιάλτης που δεν χρειάζεται ωραιοποίηση και η παράσταση θητεύει στο «ωραίο», θέλει να το κάνει «ζωγραφιά». Ωστόσο, η βασικά νεανική ομάδα ΑΣΙΠΚΑ των ηθοποιών σώζει σε μεγάλο βαθμό το πράγμα, με την άρτια σωματική τους δράση, την αλληλοεπίδραση, την άριστη επικοινωνία σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, με απίστευτη ένταση και τρομερούς ρυθμούς και με ασίγαστο πάθος να ξεχειλίζει σε ό,τι κάνουν.

Ξεχώρισα ιδίως την Άλκηστη Πολυχρόνη για την άρτια, πλαστική, ποιητική κίνησή της, αλλά μπράβο και σε όλα τα άλλα νέα παιδιά, Θεοδώρα - Έλλη Αθανασοπούλου, Κωνσταντίνο Δαλαμάγκα, Δημήτρη Καστανιά, Θανάση Κριτσάκη, Ελένη Μιχαηλίδου, που επιτελούν άθλο ισορροπίας ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό.


Του Λέανδρου Πολενάκη


Ένα χαλαρό γεύμα με τρία ζευγάρια. Έξι διαφορετικοί άνθρωποι, γεμάτα πιάτα, κρασιά, λικέρ, σαμπάνιες και πολλά κρυμμένα μυστικά.

Το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων και η ομάδα ΑΣΙΠΚΑ παρουσιάζουν τα Δευτερότριτα την παράσταση με το βραβευμένο έργο «Το γεύμα» της Λείας Βιτάλη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μπίτου.

Τρία ζευγάρια απολαμβάνουν ένα πλούσιο γεύμα σε μια βραδιά γιορτής. Νέοι, ωραίοι, καλλιεργημένοι, πλούσιοι και επιτυχημένοι, είναι παιδιά του σύγχρονου συστήματος. Παίζουν στο χρηματιστήριο, ξέρουν να ρισκάρουν και να επιβιώνουν.

Εκείνη τη βραδιά αποφασίζουν, μετά το απολαυστικό γεύμα, να παίξουν ένα παιχνίδι για να διασκεδάσουν. Αναπαριστούν μια σκηνή βιασμού που είδαν στην τηλεόραση προσπαθώντας να καταλάβουν αν το θύμα το προκάλεσε ή αν θα μπορούσε να το αποφύγει. Καθώς η βραδιά κυλά, τα πράγματα αγριεύουν και αυτό που ξεκίνησε ως παιχνίδι τούς οδηγεί στα άκρα. Οι ωραίοι συνδαιτυμόνες αποδεικνύονται λαίμαργοι για βία, αχόρταγοι για δύναμη, σκληροί και αδυσώπητοι…

Ένα έργο που ξεσκεπάζει την κρυφή και φανερή βία στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου με κυρίαρχη τη βία κατά των γυναικών και τη γυναικοκτονία.

Η συγγραφέας πολλών έργων Λεία Βιτάλη κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη και γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ψυχολογία και Δημοσιογραφία. Σεμινάρια Θεατρικής Γραφής, Σκηνοθεσίας και Μάρκετινγκ. Έχει τιμηθεί με δύο Κρατικά Βραβεία για θεατρικά της έργα («Το Γεύμα» [1998], «Ροστμπίφ» [1994]). Ακόμη έχει αποσπάσει Διεθνή Τιμητική Διάκριση υπό την αιγίδα του Ιδρύματος Χάρολντ Πίντερ για το θεατρικό της έργο «Ροστμπίφ».

Έχει γράψει επίσης πολλά σενάρια και βιβλία.


Tου Μηνά Βιντιάδη


https://www.topontiki.gr/2022/04/23/i-via-ston-afro-tis-sampanias/?fbclid=IwAR0a5RItEVf6xirMyVPFLVJLJzBWZnYESBrkkbpRjcbLq0Fq9x2AqKMfGis




Της Έρης Βαρδάκη

https://www.tovima.gr/print/culture/i-emfyli-via-sto-sanidi/


Της Γιώτας Συκκά

"Ενα «Γεύμα» με μενού την ωμή βία
Το προφητικό έργο της Λείας Βιτάλη στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων
Νέοι, ωραίοι, σίγουροι, πλούσιοι σε μια βραδιά γιορτής με ένα πλούσιο γεύμα.
Με τα λόγια «γιατί δεν νιώθω φρίκη; Γιατί δεν νιώθω φρίκη;» που λέει η νεαρή ηθοποιός Ελένη Μιχαηλίδου όσο η συνάδελφός της Θεοδώρα-ελλη Αθανασοπούλου καλεί την αστυνομία, κλείνει η σκληρή παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Μπίτος στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής» και παίζεται τα Δευτερότριτα. Είναι ηρωίδες και οι δύο στο έργο της Λείας Βιτάλη «Το γεύμα», που καταπιάνεται με το θέμα της βίας.
Νέοι, ωραίοι, σίγουροι, πλούσιοι είναι και τα τρία νεαρά ζευγάρια που ξεκίνησαν με τόσο κέφι ένα πλούσιο γεύμα σε μια βραδιά γιορτής. Ολοι τους επιτυχημένα παιδιά ενός σύγχρονου συστήματος, που ξέρουν πώς να επιβιώνουν, όπως τους περιγράφει η συγγραφέας.
Το βράδυ που δείπνησε η παρέα δεν είχε ευτυχή κατάληξη. Το παιχνίδι που διάλεξαν να διασκεδάσουν ήταν πέρα για πέρα επικίνδυνο. Η αναπαράσταση μιας σκηνής βιασμού που είδαν στην τηλεόραση, η συζήτηση μήπως προκάλεσε το θύμα τον βιασμό, πήρε άσχημη τροπή. «Οι συνδαιτυμόνες ήταν λαίμαργοι για βία, αχόρταγοι για δύναμη, σκληροί και αδυσώπητοι». Και η αναπαράσταση οδήγησε σε έναν ακόμη βιασμό, άλλη μία γυναικοκτονία.
Οταν το 1998 το «Γεύμα» τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεατρικού Εργου, κανείς στην επιτροπή δεν πίστευε ότι το έγραψε γυναίκα. Το είχε πει σε συνέντευξή της η ίδια η συγγραφέας. Πού να ήξερε όταν το έγραψε, ότι έπειτα από τόσα χρόνια το έργο της είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. «Με τη Λεία γνωριζόμαστε χρόνια και είχαμε σκεφτεί το ανέβασμα του έργου», λέει στην «Κ» ο σκηνοθέτης Δ. Μπίτος. «Η στιγμή είναι η πλέον κατάλληλη. Το “Γεύμα” μοιάζει να προσπερνά ακόμη και την επικαιρότητα. Το αντιμετώπισα ως ένα είδος καταγγελίας για όσα συμβαίνουν δίπλα μας καθημερινά: κακοποιητικές συμπεριφορές, βία, δολοφονίες, γυναικοκτονίες, το Metoo, η διαδικτυακή βία που απλώνεται γύρω μας. Νομίζω ότι ζούμε σε ένα μεσαίωνα. Αληθινά, με τρομάζει η ευκολία με την οποία κάνει κάποιος τον άλλον κουρέλι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δυστυχώς, η βία είναι εδώ, δίπλα μας».
Η Λεία Βιτάλη έγραψε το έργο την εποχή του χρηματιστηρίου, τότε που οι Ελληνες αγόραζαν και πουλούσαν με φρενίτιδα μετοχές διψώντας για εύκολο κέρδος. Τότε ήταν το χρηματιστήριο, τώρα οτιδήποτε άλλο, τονίζει ο Δ. Μπίτος. «Αυτό που με ενοχλεί είναι ότι κανείς δεν αντιδρά στα περιστατικά βίας που συμβαίνουν δίπλα του, στο διπλανό διαμέρισμα, στην ίδια πολυκατοικία. Οι γείτονες σιωπούν, σαν να μην άκουσαν. Στην ιστορία της Βιτάλη το ανατριχιαστικό είναι ότι συμβαίνει ένας βιασμός και κανείς δεν αντιδρά σε αυτή την παρέα. Κανείς δεν τον σταματά. Αντίθετα, κάποιους τους ηδονίζει η σκηνή. Αποκαλύπτεται ένας καλά κρυμμένος εαυτός. Ενας εαυτός που δεν αντιδρά. Για μένα το θέμα είναι η παραλυσία αυτών που δεν αντιδρούν στην απανθρωπιά. Η απάθειά τους».
Πώς αντιδρά το κοινό; «Συχνά δεν έχει τη διάθεση να χειροκροτήσει και με ποια διάθεση; Οι θεατές γίνονται οι διπλανοί συνδαιτυμόνες, σαν να κάθονται στο διπλανό τραπέζι με τους χαρακτήρες της Βιτάλη. Είναι γροθιά στο στομάχι τους το έργο. Γίνεται και καθρέφτης του εαυτού μας. Το ενδιαφέρον, όμως, για μένα είναι ότι μετά τη λήξη της παράστασης το κοινό δεν φεύγει από το θέατρο, αλλά στέκεται, σε παρέες και συζητά γι’ αυτό που είδε».
Ωμός ρεαλισμός; «Δεν ξέρω πια τι είναι ρεαλιστικό», διαφωνεί ο σκηνοθέτης, υπογραμμίζοντας ότι «οι παραστάσεις μου θέλω να έχουν μια καθαρότητα» και ένα ποιητικό κομμάτι που οφείλει να έχει η τέχνη.
Απόφοιτος της δραματικής του Θεάτρου Τέχνης, ο Δ. Μπίτος δραστηριοποιείται επαγγελματικά από το 2006 στον χώρο του θεάτρου αλλά και του κινηματογράφου, όπου έχει σκηνοθετήσει τέσσερις ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους. «Στο θέατρο βγήκα λίγο πριν από την οικονομική κρίση. Ο χώρος μοιάζει με μακρύ πλατύ ποτάμι που κάθε φορά πρέπει να δεις πού είναι τα καθαρά νερά για να βουτήξεις. Δεν είναι όλα ρόδινα, αλλά το ποτάμι δεν σταματά να κυλάει και δεν περιμένει κανέναν. Υστερα από 16 χρόνια, μπορώ να πω ότι λίγοι ζουν από το θέατρο και το σινεμά. Αυτό από μόνο του δεν σε πάει μπροστά. Είναι σαν να είσαι ένα πουλάκι δεμένο με σπάγκο στο πόδι και πας να φύγεις ενώ κάποιος σε τραβάει προς τα πίσω».
«Η στιγμή είναι η πλέον κατάλληλη. Το “Γεύμα” μοιάζει να προσπερνά ακόμη και την επικαιρότητα», λέει στην «Κ» ο σκηνοθέτης Δ. Μπίτος.
Στο «Γεύμα» παίζουν οι: Θεοδώρα-ελλη Αθανασοπούλου, Κωνσταντίνος Δαλαμάγκας, Δημήτρης Καστανιάς, Θανάσης Κριτσάκης, Ελένη Μιχαηλίδου, Αλκηστις Πολυχρόνη."



  • A-
  • A+

Βαθούλωμα στο κέντρο της σκηνής με άμμο θαλάσσης, αντί μωσαϊκό, μάρμαρο ή παρκέ. Στρωμένο τραπέζι στη μέση με εστέτ εδέσματα από γκουρμέ εστιατόρια του Κολωνακίου. Ακριβά κρασιά και συναφή αλκοολούχα συμπληρώνουν το πλούσιο δείπνο. Οι οικοδεσπότες αγνοούν, καταπώς φαίνεται, τους στίχους της Λένας Νταϊνά «είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια». Πρόκειται για ζευγάρι παχυλά αμειβόμενων στελεχών. Σωστοί γιάπηδες των μέσων του ’90. Τότε γράφτηκε, άλλωστε, το τραγικά επίκαιρο θεατρικό έργο της Λείας Βιτάλη. Γιορτάζουν διψήφια επέτειο της γνωριμίας ή του γάμου τους. Ποια ακριβώς, δεν θυμούνται ούτε οι ίδιοι. Καλεσμένοι τους, δυο φιλικά ζεύγη ανάλογης ηλικίας και στάτους. Διάγουν όλοι τα πρώτα τους -άντα. Οταν εισέρχεται το κοινό στην τρίκλιτη, αμφιθεατρική αίθουσα, τελούν άπαντες εν πλήρει ευθυμία και συζητούν για ταξίδια σε γκλάμορους ενδοχώριους και διεθνείς προορισμούς και για τρέντι αγορές στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Ιδεολογία τους, η επιτυχία, η καριέρα, το χρήμα. Πρόσωπα της διπλανής πόρτας, παρά ταύτα, αν μένεις στο Ψυχικό ή στη Φιλοθέη. Εκφράζουν τον μέσο αναγνώστη των ένδοξων, το πάλαι ποτέ, λαοφιλών λάιφ στάιλ περιοδικών. Ευεπίφοροι στην τηλοψία, συγκλονίζονται από την αναπαράσταση βιασμού μετά φόνου στα δελτία ειδήσεων. Απεχθή νέφη σκιάζουν αίφνης την «ωραία ατμόσφαιρα». Οι άντρες εικάζουν ότι το θύμα δεν αντιστάθηκε, επειδή δεν έφερε εμφανή σημάδια κακοποίησης στο κορμί του. Οι δύο γυναίκες διαφωνούν χλιαρά και κάπως εντονότερα η τρίτη. Ενας τής προτείνει να αναπαραστήσουν σαν παιχνίδι τον βιασμό, για να διαπιστώσουν, ιδίοις όμμασι, ποιος απ’ τους ισχυρισμούς ευσταθεί. Η ομήγυρις βρίσκει διασκεδαστική την ιδέα και τους παροτρύνει να την ενσαρκώσουν. Και τότε «κατρακυλούν στον προβολέα των σκοταδιών, στη φρικαλέα ατραξιόν» των ανθρώπινων ορμέμφυτων, που λέει μια ψυχή. Η συνέχεια στο παλκοσένικο.

Αναφέρομαι, ασφαλώς, στο «Γεύμα» της Λείας Βιτάλη που έχει τιμηθεί με κρατικό βραβείο, το 1998. Παίζεται και πάλι στο Θέατρο οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής», Δευτέρες και Τρίτες, στις 9 το βράδυ. Αν δεν δοθεί παράταση, λόγω αθρόας προσέλευσης θεατρόφιλων, απομένουν μόλις τέσσερις παραστάσεις. Συνιστάται ανεπιφύλακτα σε όσους διαθέτουν γερό στομάχι. «Θεώρησα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να ανέβει ξανά στη σκηνή και να μην το δούμε απλά σαν μια παράσταση, αλλά ως ένα είδος καταγγελίας για αυτά που συμβαίνουν γύρω μας» έχει πει ο σκηνοθέτης Γιώργος Μπίτος στην «Εφ.Συν.» και την Ιωάννα Σωτήρχου. «Δείχνει τα βασικά ένστικτα άγριου ζώου που κρύβουμε μέσα μας και έρχονται στην επιφάνεια, χωρίς κανείς να το περιμένει. Ξεσκεπάζει την κρυφή και φανερή βία στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, με κυρίαρχη τη βία κατά των γυναικών και τη γυναικοκτονία. Το πιο τραγικό είναι το πώς αντιδρούν όλοι μέσα σε αυτό που συμβαίνει». Πρωταγωνιστεί η ομάδα ΑΣΙΠΚΑ, με βασικούς συντελεστές τους ηθοποιούς Θεοδώρα-Ελλη Αθανασοπούλου, Κωνσταντίνο Δαλαμάγκα, Δημήτρη Καστανιά, Θανάση Κριτσάκη, Ελένη Μιχαηλίδου και Αλκηστη Πολυχρόνη.

https://www.efsyn.gr/stiles/meteoros/345134_agrio-epidorpio



Σχόλια